τηνεί

τηνεί
ή τηνεί Α
επίρρ.
1. εκεί
2. εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + κατάλ. -εί /-εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ-εί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηνεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”